λυσσομανής

λυσσομανής
λυσσομανής
raving mad
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυσσομανής — ές (Α λυσσομανής, ές) μανιώδης, λυσσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + μανής*] …   Dictionary of Greek

  • λυσσομανῆ — λυσσομανής raving mad neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λυσσομανής raving mad masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λυσσομανής raving mad masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσομανές — λυσσομανής raving mad masc/fem voc sg λυσσομανής raving mad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσομανώ — άω (Α λυσσομανώ, έω) [λυσσομανής] είμαι λυσσομανής, μαίνομαι από λύσσα νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα («λυσσομανούσε ο βοριάς») 2. επιζητώ κάτι με σφοδρότητα («αυτός, παιδί μου, λυσσομανάει για γυναίκα») …   Dictionary of Greek

  • λυσσομανεῖς — λυσσομανέω rage pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) λυσσομανής raving mad masc/fem acc pl λυσσομανής raving mad masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • λυσσομανία — η (Α λυσσομανία) [λυσσομανής] προσβολή από μανιώδη κατάσταση, λυσσομάνημα …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”